6/12/07

Λόγος ανακοπής κατά επιταγής προς εκτέλεση

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόφαση 22578/1995 του Μον. Πρωτ. Θεσ/νίκης, με την οποία γίνεται δεκτό ότι είναι ακυρωτέα η επιταγή προς εκτέλεση στην οποία περιλαμβάνεται κονδύλιο για έξοδα εκδόσεως απογράφου, αντιγράφου εξ απογράφου, επίδοσης και σύνταξης της επιταγής τα οποία αναγράφονται συλλήβδην αντί να αναγράφονται αναλυτικά.
Στην πράξη βέβαια, είναι πολύ συνηθισμένο το κονδύλιο για τα έξοδα επιταγής να μην επιμερίζεται.


Μον. Πρωτ. Θεσ/νίκης 22578/1995
(δημοσιευμένη στον Αρμενόπουλο 1996, σελ. 342)

Με την κρινόμενη ανακοπή και για τους αναφερόμενους σ αυτήν λόγους, οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί η από 17.1.1995 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι της 913/1995 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία εκδόθηκε βάσει μιας επιταγής εις διαταγήν του πρώτου, η οποία μεταβιβάσθηκε δι` οπισθογραφήσεως στη δευτέρα αυτών. Η ένδικη
ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (αρθρ. 934 παρ. 1α ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (αρθρ. 933 επ., σε συνδ. με άρθρο 585 παρ. 1 ΚΠολΔ). Με τον πρώτο λόγο ανακοπής ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι ο καθ` ού κοινοποίησε στον καθένα
απ` αυτούς, στις 19.1.95, αντίγραφο εξ απογραφής της 913/1995 διαταγής
πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με επιταγή
προς πληρωμή συνολικού ποσού 1.853.100 δρχ. ότι στα επιδοθέντα αυτά αντίγραφα επικόλλησε ειδικό ένσημο επικύρωσης 200 δρχ. αντί 400 δρχ., αντίθετα προς την Φ.41/1192/21.10.1994 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ως εκ τούτου αυτά είναι ανίσχυρα και η επίδοση της επίδικης επιταγής άκυρη. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να
απορριφθεί, δεδομένου ότι, για την επιταγή προς πληρωμή, η οποία δεν αποτελεί δικόγραφο ή έγγραφο εισαγωγικό της δίκης, ή τέτοιο ενώπιον πολιτικής ή δικαστικής αρχής, δεν οφείλονται τέλη ή ένσημα υπέρ Ταμείων. Ετσι, η παράλειψη εκπληρώσεως υποχρεώσεων, όπως καθορίζονται στο νόμο περί τελών χαρτοσήμου, επάγονται την πειθαρχική δίωξη του παραλιπόντος υπαλλήλου και
των δικηγόρων, δικολάβων και συμβολαιογράφων. Στις παραπάνω περιπτώσεις δε, δεν περιλαμβάνονται τα αντίγραφα που εκδίδονται απο δικηγόρους (πρβλ. ΑΠ 630/1983 ΝοΒ 32.1367). Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο ανακοπής, ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες ότι το κονδύλιο δ` της επιταγής είναι αόριστο, διότι στο ποσό αυτό των 68.000 δρχ. περιλαμβάνονται συλλήβδην τα έξοδα εκδόσεως απογράφου, αντιγράφου εξ απογράφου, αντιγραφικών, επίδοσης της επιταγής με πορεία δικαστικού επιμελητού, καθώς και σύνταξης της επιταγής με νομική συμβουλή, ενώ έπρεπε, το ποσό για κάθε δαπάνη να αναγράφεται χωριστά, ώστε να
καθίσταται δυνατός ο έλεγχος αυτού. Ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι, όπως από την προσκομιζόμενη επιταγή προκύπτει, ο καθ ού δεν καθορίζει επακριβούς τη δαπάνη για κάθε κονδύλιο (αιτία καταβολής), ώστε να κριθεί η νομιμότης καθενός εξ αυτών και η ακύρωση της επιταγής κατά το υπερβάλλον (βλ. ΕφΑθ 3785/1975 ΝοΒ 23.1275, ΜονΠρΑθ 2127/85 ΕλλΔνη 1986.199). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί μερικούς η προσβαλλόμενη επιταγή προς
πληρωμή, ήτοι ως προς το τέταρτο (δ`) κονδύλιο των 68.000 δραχμών.




Όμοια και η απόφαση Μον. Πρωτ. Εδεσ. 47/1989 που αφορά ανακοπή κατά του κονδυλίου αμοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής, που πολύ συχνά είναι αναίτια και μη νόμιμα διογκωμένο.

Κατά το άρθρο 127 παρ. 1 του κώδικα περί δικηγόρων το ελάχιστο όριο αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση απόφασης Πρωτοδικείου είναι 40 μεταλλικές δραχμές. Εάν δεν προηγηθεί δικαστική εκκαθάριση της αμοιβής, εκτέλεση γι` αυτήν μπορεί να χωρήσει μονο κατά προβλεπόμενο ελάχιστο όριο αυτής, το οποίο αυτό και μόνο είναι βέβαιο και εκκαθαρισμένο. Κατά τα άρθρ. 915, 916 ΚΠολΔ (ΜονΠρΑθ 9333/78 ΑρχΝ ΚΘ` 772, ΜονΠρΑθ 2400/79 Αρμ ΛΔ` 986). Με τον 4ο λόγο της ανακοπής προβάλλεται παράπονο κατά της επιταγής προς εκτέλεση και ότι με αυτήν επιτάσσεται να πληρώσει ο ανακόπτων και τώρα αιτών δραχ. ..., ενώ πρέπει να πληρώσει δραχ. ... `Οπως προκύπτει, από την επιταγή επιτάσσεται καταβολή του αναφερόμενου ποσού, που είναι μεγαλύτερο από αυτό που προβλέπει η πιο πάνω διάταξη. Κατά την έννοια των άρθρ. 127 εδ. 1 Κώδικα Δικηγόρων, 23 ν.δ. 3790/1957, σε συνδυασμό και προς τις σχετικές διατάξεις της εκτέλεσης ως προς τα έξοδα για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, εφόσον αυτά επιτάσσονται σε ποσό μεγαλύτερο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να χωρήσει εκτέλεση του τίτλου, ως προς το μεγαλύτερο ποσό σε περίπτωση αμφισβήτησης, χωρίς την εκκαθάριση από το αρμόδιο δικαστήριο (ΑΠ 16/70 ΝοΒ 18.727). Δεν υφίσταται ακυρότητα επιταγής προς πληρωμή, ούτε είναι άκυρη η με βάση αυτήν ενεργηθείσα αναγκαστικά εκτέλεση (ΑΠ 780/70 ΕΕΝ 38.201, ΕφΑθ 2814/69 Αρμ ΚΔ` 325, ΕφΑθ 326/70 Αρμ ΚΔ` 626). Επομένως, ο επιτάσσων δικαιούται για δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξή της δραχ. 5.600 (40 δραχ. Χ 140), ήτοι μεταλλικές δραχμές 40 κατά το άρθρ. 127 Κώδ. Δικηγόρων, χωρίς να υπάρχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περίπτωση που να δικαιολογεί ποσό μεγαλύτερο από το ελάχιστο του νόμιμου ποσού αμοιβής, ενόψει και του άρθρ. 23 ν.δ. 3790/1957 (Γνμδ. ΕισΑΠ 1/59 ΝοΒ 7.193). Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρ. 100 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Κώδ. Δικηγόρων (ΕφΑθ 326/70 Αρμ ΚΔ` 626). `Ετσι, η επιταγή στο σημείο αυτό είναι μη νόμιμη κατά το επιτασσόμενο πέραν των δραχ. 5.600 ποσό και θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη, κατά τον βάσιμο σχετικώς στο δικόγραφο της ανακοπής 4ο λόγο (Παπαδόπουλος, Εκτέλεσις, σελ. 57, ΑΠ 16/40 Θ ΝΑ` 299, ΜονΠρΒερ 105/69 ΝοΒ 17.1001). Πρέπει να λεχθεί ότι, με την 12398/9.2.1989 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 131/21.2.89), ορίσθηκε ο συντελεστής υπολογισμού δικηγορικών αμοιβών σε 140 μονάδες αντί των 108.

Δεν υπάρχουν σχόλια: