Αναγνώριση κυριότητας σε ακίνητο δημοσίου υπέρ καταπατητή, λόγω καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος να δοθεί στο δημόσιο
Στην πιο κάτω σπάνια απόφαση, με ένα περίεργο σκεπτικό, γίνεται δεκτό ότι η ανατροπή της επί 25ετίας διαμορφωθείσας κατάστασης
(λόγω καταπάτησης και ανοικοδόμσηης ακινήτου του δημοσίου) επάγεται δυσβάσταχτες και αφόρητες συνέπειες και άρα το Δικαστήριο δέχεται απόκτηση
κυριότητας με χρησικτησία από ιδιώτη σε ακίνητα του δημοσίου διότι το αντίθετο θα οδηγούσε σε καταχρηστική άσκηση
δικαιώματος. Και κατά συνέπεια το Δικαστήριο διορθώνει τις Ά κτηματολογικές εγγραφές και δέχεταο τους ιδιώτες ως κυρίους.
ΜΠρΧαλκ 174/2019 (τακτική διαδικασία)
Δικαστής: Κ. Μπουροδήμου, Κτηματολογική ΔικαστήςΔικηγόροι: Ζ. Γκίκα, Α. Βαμβακίδης (ΝΣΚ)
Από τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε στη Μακεδονία πριν από τον AΚ, και δη των νόμων 8 § 1 Κώδ. (7.39), 9 § 1 Πανδ. (50.14), 2 § 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 § 1 Πανδ. (18.1) και 7 § 3 Πανδ. (23.3), κατά τις οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, κρίνεται η απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία από ιδιώτη σε ακίνητα, έστω και αν αυτά ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δάση. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία. Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι «ως προς τον τρόπον κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Η τριακονταετία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί έως τις 11.9.1915, όπως προκύπτει από το άρθρο 21 του από 22.04/16.5.1926 ν.δ. «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής άμυνας», αφού, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, έκτοτε ανεστάλη η λήξη κάθε παραγραφής δικαιωμάτων καθώς και του χρόνου της χρησικτησίας (ΑΠ 471/2008, Νόμος, ΑΠ 1870/2007, ΝοΒ 2008/331, ΑΠ 2106/2007, ΑΠ 97/2007, ΑΠ 1906/2006, ΕφΠατρ 579/2008, Νόμος).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 § 4 του ν. 147/1914 επί των λεγομένων Νέων Χωρών, οι οποίες διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεσο επικυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους, διατηρούνται σε ισχύ οι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, οι οποίες ρυθμίζουν τα της κτήσης επ’ αυτών ιδιωτικών δικαιωμάτων, ενώ οι περί τούτων δικαιοπραξίες συντελούνται εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Στην κατηγορία των Νέων Χωρών ανήκει και η Μακεδονία, στην οποία από 1.2.1914 άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4 του ίδιου πιο νόμου (147/1914), η ελληνική νομοθεσία. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 51 και 55 του ΕισΝΑΚ η πριν από την εισαγωγή του ΑΚ επελθούσα κτήση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος κρίνεται κατά το δίκαιο, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο κατά τον οποίο έλαβαν χώρα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία απαιτούνται προς κτήση αυτών, ενώ η προστασία τους διέπεται στο εξής από τις διατάξεις του AΚ. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ, κατά τα ανωτέρω, στις Νέες Χώρες, «Δημόσιαι γαίαι είναι οι λειμώνες, οι αγροί, αι χειμερινοί και θεριναί βοσκαί, τα δάση και οι παρόμοιοι τόποι», των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση στους ιδιώτες των ανωτέρω ακινήτων, που αποτελούν την κατηγορία των «δημοσίων γαιών» (εραζίΐ-εμιριγιέ), γίνεται με τη χορήγηση από το κράτος εγγράφου τίτλου, ονομαζόμενου «ταπί», που φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου, με το οποίο παρέχεται σ’ αυτούς όχι δικαίωμα κυριότητας, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), που ισοδυναμεί με διηνεκή μίσθωση, αφού αντικείμενό του είναι η αναφερόμενη στον τίτλο χρήση του εδάφους, αποτελεί δε το ταπί απλό αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό. Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με τίτλο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσιάσεως «διά ωρισμένην χρήσιν των δημοσίων γαιών» καθιερώνει το άρθρο 78 του ανωτέρω νόμου περί γαιών, κατά το οποίο «εάν κάποιος καταλάβη και καλλιεργήση δημοσίας και αφιερωμένος γαίας διά 10 έτη, άνευ αμφισβητήσεως (δικαστικής από το δημόσιο), αποκτά δικαίωμα εγκαταστάσεως και είτε έχει έγκυρον τίτλον είτε δεν έχει, αι γαίαι δεν θεωρούνται σχολάζουσαι, αλλά δίδεται εις αυτόν δωρεάν νέος τίτλος». Από το σαφές περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου αυτού συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνον η συνεχής επί 10 χρόνια κατοχή, αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια της γης.
Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνον επί καλλιεργήσιμων γαιών και όχι επί των λοιπών κατηγοριών δημόσιων γαιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα δάση, τα οποία εξουσιάζονται μόνο με την έκδοση τίτλου (ταπίου). Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω κτήση του δικαιώματος της εξουσιάσεως αναγνωρίζεται και από το με αριθμό 2468/1917 διάταγμα της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 1072/1917, καθώς και από το ν. 2052/1920, εφόσον η ανωτέρω δεκαετία συμπληρώνεται μέχρι 20.5.1917. Από της ισχύος του πιο πάνω διατάγματος, δηλαδή από τις 20.5.1917, το ως άνω δικαίωμα εξουσιάσεως του ακινήτου, μετά την κατάργηση του θεσμού των δημοσίων γαιών του οθωμανικού δικαίου με το ίδιο διάταγμα, μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, του υπόλοιπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο. Στη συνέχεια, με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4266/1929, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης έγιναν, καθ’ ολοκληρία κύριοι του ακινήτου αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Εξάλλου, από τις διατάξεις 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα συνάγεται ότι δεν αναγνωρίζεται από αυτόν ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσης κυριότητας τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας όσο και ως προς τις «δημόσιες γαίες». Επομένως, δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ο διαδρομών χρόνος υπό το κράτος της τουρκικής νομοθεσίας. Περί χρησικτησίας δεν μπορεί να γίνει λόγος προκειμένου περί ακινήτων που κείνται στις Νέες Χώρες μόνον από του έτους 1914 και εφεξής, όταν εισήχθη η ελληνική νομοθεσία σ’ αυτές. Όμως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του από 22.04/16.5.1926 ν. δ. «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής άμυνας», το οποίο ίσχυσε από 16.11.1926 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 53 του ΕισΝΑΚ, «τα επί των ακινήτων δικαιώματα του δημοσίου εις ουδεμίαν υπόκεινται εφεξής παραγραφή, η δε αρξαμένη τοιαύτη ουδεμίαν κέκτηται συνέπειαν, εάν μέχρι της δημοσιεύσεως αυτού δεν συνεπληρώθη η 30ετής, κατά τους προϊσχύσαντες νόμους, παραγραφή». Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε από τότε η έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος αστικού δικαίου ανεστάλη με τα αλλεπάλληλα διατάγματα από 12.9.1915 έως και πέραν της χρονολογίας έκδοσης του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος (16.5.1926), έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος (με 30ετή έκτακτη χρησικτησία) έπρεπε να έχει συντελεστεί μέχρι 11.9.1915, ενώ οι από της ημερομηνίας αυτής και εφεξής πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος δεν έχουν καμία αξία ως προς την απόκτηση κυριότητας διά χρησικτησίας, καθόσον, εάν δεν είχε επέλθει κτήση κυριότητας μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, δεν μπορούσε να συμπληρωθεί ο προς χρησικτησία χρόνος κατά τον μετέπειτα χρόνο (ΑΠ 1392/2010, ΑΠ 1340/2010, ΑΠ 217/2009, Νόμος, ΑΠ 1303/2000, ΕλλΔνη 2002.395, ΕφΘεσ 1245/2009, Αρμ 2011.767, ΕφΘεσ 71/2009, Αρμ 2010.1515, ΕφΘεσ 21/2007, Αρμ 2008.557, ΕφΔωδ 188/2005, ΕφΔωδ 57/2004, Νόμος) […].
Ωστόσο, οι ως άνω ισχυρισμοί των εναγόντων ουδόλως αποδείχτηκαν. Προέκυψε, αντίθετα, ότι κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ο επίδικος αγρός αποτελούσε δημόσια γαία, που ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ήταν, συνεπώς, δεκτική εξουσίασης μόνο με την έκδοση τίτλου (ταπί), ενώ, κατά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου. Μάλιστα, ο επίδικος αγρός, όπως συνομολογούν και οι ενάγοντες, αποτελεί τμήμα του δημόσιου κτήματος με αριθμό ΒΚ 33, που έχει το χαρακτήρα βοσκότοπου και του οποίου τμήμα, έκτασης 6.000 στρεμμάτων, παραχωρήθηκε, με την από 6.8.1955 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, σε κτηνοτρόφους της περιοχής, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 2185/1952.
Ορισμένοι από τους δικαιοπαρόχους τους εναγόντων και ειδικότερα οι Ν.Γ. και Σ.Κ. εμφανίζονται στους πίνακες της ως άνω διανομής βοσκοτόπου του έτους 1972, πλην όμως, η διανομή αυτή δεν κατέστη οριστική και επομένως οι τυχόν κληρούχοι δεν απέκτησαν αυτοδικαίως την κυριότητα των παραχωρηθέντων σε αυτούς κλήρων. Ως εκ τούτου οι πράξεις νομής που τυχόν ασκήθηκαν από αυτούς, από την ως άνω εγκατάστασή τους στους κλήρους, το είδος και η διάρκεια των οποίων σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψαν, δεν δύνανται να συνυπολογιστούν προκειμένου να προσπορίσουν είτε σε αυτούς είτε στους διαδόχους τους την κυριότητα του επίδικου αγρού με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, επί ακινήτων ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρεί έκτακτη χρησικτησία, μόνο εφόσον η 10 ετής νομή επ’ αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 20.5.1917. Ούτε, άλλωστε, αποδείχτηκε ότι οι αναφερόμενοι από τους ενάγοντες απώτατοι δικαιοπάροχοί τους κατείχαν και καλλιεργούσαν τον επίδικο αγρό χωρίς δικαστική αμφισβήτηση για δέκα (10) συνεχή χρόνια πριν από τις 20.5.1917, με συνέπεια ν’ αποκτήσουν επ’ αυτού δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Επομένως, εφόσον οι απώτατοι δικαιοπάροχοί των εναγόντων, όπως παραπάνω αναφέρονται, δεν κατέστησαν κύριοι του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, δεν κατέστη κύριος αυτού ούτε ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτών, Δ.Τ., ο οποίος, απέκτησε από μη αληθινούς κυρίους και συνεπώς δεν απέκτησε την κυριότητα του αγρού.
Την κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου στο δημόσιο κτήμα με αριθμό ΒΚ 33, τμήμα του οποίου αποτελεί και ο επίδικος αγρός, δέχτηκε και η με αριθμό 1002/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αριθμό 48/2006 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού και στη συνέχεια, αφού εξαφανίστηκε η τελευταία απόφαση, απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη η σχετική αναγνωριστική αγωγή της Ιεράς Βασιλικής Σταυροπηγιακής και Πατριαρχικής Μονής του Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ήδη δε, μετά και την απόρριψη της κατά της ανωτέρω απόφασης αίτησης αναίρεσης, με τη με αριθμό 1056/2013 απόφαση του Αρείου, η ως άνω εφετειακή κρίση κατέστη αμετάκλητη. Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι ο επίδικος αγρός περιήλθε στη νομή του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, Δ.Τ., ήδη από το έτος 1974, χρόνο κατάρτισης των νομίμως μεταγραφέντων με αριθμούς 20.787/1974, 1118/1974 και 273/1974 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, ως τμήμα συνολικής έκτασης 12.456,93 τ.μ που αγόρασε από διάφορους προκτήτορες. Την έκταση αυτή, αρχικά ο ίδιος και ακολούθως, μετά τη μεταβίβασή της σε αυτούς, οι υιοί του, Ν. (ήδη πρώτος εναγών) και Ε.Τ., αξιοποίησαν εντατικά με την ανόρυξη αρδευτική γεώτρησης και κατασκευή σταθερής περίφραξης, την έκδοση οικοδομικής αδείας σε συνδυασμό με τη λήψη βεβαίωσης της Δασικής Υπηρεσίας και την ανέγερση επ’ αυτής 15 εξοχικών κατοικιών -οι 5 επί του επιδίκου- εκ των οποίων τις 14 μεταβίβασαν λόγω πώλησης σε τρίτους.
Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο το πρώτον το έτος 2000, με υπ' αριθ. 07/801/3.7.2000 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολή του Προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας του Νομού Χαλκιδικής, επιχείρησε να αποβάλει τον ως άνω Δ.Τ., από έκταση 11.250 τ.μ. ως κοινόχρηστη-διαθέσιμη (βοσκότοπος) του αγροκτήματος «…» Συκιάς-Δήμου ...Χαλκιδικής, αριθ. τεμαχίου 60 της. διανομής έτους 1972, Β.Κ. 33, στην οποία περιλαμβάνεται και ο επίδικος αγρός. Το πρωτόκολλο αυτό ακυρώθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ.31/2001 απόφασης του Ειρηνοδικείου Συκιάς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), η οποία ακολούθως επικυρώθηκε με τη με αριθμό 13/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, δικάσαντος ως εφετείο, έκτοτε δε το πρώτο εναγόμενο ουδέν άλλο έπραξε αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. Υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις, η προβολή από την πλευρά του πρώτου εναγόμενου του ισχυρισμού περί ιδίας κυριότητας, που ενέχει άσκηση δικαιώματος ελεγχόμενη από το άρθρο 281 ΑΚ, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της σχετικής αντένστασης των εναγόντων, καθόσον η ανατροπή της ως άνω διαμορφωθείσας, προ τουλάχιστον 25ετών, κατάστασης επάγεται δυσβάσταχτες και αφόρητες συνέπειες για τους ενάγοντες-ήδη ιδιοκτήτες των προπεριγραφέντων οριζοντίων ιδιοκτησιών. Μετά ταύτα, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστούν οι ενάγοντες κύριοι ή συγκύριοι, κατά περίπτωση των προπεριγραφέντων οριζοντίων ιδιοκτησιών και να διορθωθεί αναλόγως η ανακριβής πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Συκιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου