Αντισυνταγματικότητα καθορισμού αμοιβής δικηγόρου για σύνταξη επιταγής ίσης με το ύψος της δικαστικής δαπάνης
Με την απόφαση 344/2019 Μον. Πρωτ. Αθηνών κρίθηκε αντισυνταγματική η διάταξη του Κώδικα δικηγόρων περί καθορισμού αμοιβής δικηγόρου για σύνταξη επιταγής ίσης με το ύψος
της δικαστικής δαπάνης. Το Δικαστήριο καθορίζει αμοιβή για σύνταξη μιας επιταγής το ποσόν των 80€ που αντιστοιχεί σε 1 ώρα χρονοχρέωσης. Λογικό και δίκαιο !
======================================
344/2019
ΜΠΡ ΑΘ (ΕΙΔΙΚΗ) ( ΤΝΠ Νόμος)
(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Δικηγορική αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή. Ο καθορισμός της στο ύψος της δικαστικής δαπάνης αποσκοπεί στην ενθάρρυνση του οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή. Προσκρούει στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού αυτού, εφόσον επιβαρύνει και τον οφειλέτη που έχει πρόθεση να συμμορφωθεί προς την εκτελεστή δικαστική απόφαση, ούτε και αναγκαία, καθώς το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί και με ηπιότερα μέσα. Αντίθεση στη συνταγματική αρχή της ισότητας, καθώς ο ηττηθείς διάδικος αναγκάζεται να καταβάλει, για μία σύντομη και εύκολη ενέργεια, ποσό ίσο με εκείνο που οφέιλει για τη διεξαγωγή ολόκληρης της δίκης.
Αριθμός Απόφασης
344/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Χριστόφορο Μάρκου, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Μαρία Βασδέκη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του σας 29 Ιανουάριου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ........... ΣΥΖ. .............., το γένος ..................., κατοίκου Καλλιθέας Ατπκής, οδός .......... αρ. ........., με Α.Φ.Μ. ...........,η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ισαάκ Γεροντίδη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) ..................του .........., κατοίκου Καλαμάτας Μεσσηνίας, οδός ..................... αρ. .... με Α.Φ.Μ. ............ και 2) ........... του .........., κατοίκου Σπάρτης Λακωνίας, οδός .......... αρ. ..., με Α.Φ.Μ. ............, οι οποίοι παραστάθηκαν δια τού πληρεξούσιου δικηγόρου τους Στέφανου Βρεττάκου.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-5-2017 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αρ. κατ. δικ. ........./1-6- 2017, προσδιορίστηκε προς συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 16-1-2018 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο οι διάδικοι εμφανίστηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και ας προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Επειδή με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 τόυ Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να ας επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα ανατιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται σ` αυτήν, απευθύνεται και στο δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κλπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσής της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλαδή το ασκούμενο δικαίωμα έχει απωλέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκησή του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποία προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή να μην υπερβαίνει τα όρια, όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (ΟλΑΠ 9/2015, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αποδέκτης της επιταγής για σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας είναι ο κοινός νομοθέτης που θεσπίζει περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων με νόμο, σύμφωνα με την υπέρ αυτού συνταγματική επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή με το δικαστή, ο οποίος απλώς οφείλει να ελέγχει αν η αρχή αυτή έχει τηρηθεί και, σε αποφατική περίπτωση, να αρνείται την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματικού (ΟλΑΠ 6/2009, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εν λόγω αρχή, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι: α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική εν στενή έννοια, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 5/2013, ΟλΑΠ 271/2008, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου η κατά το άρθρον 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ισότητα όλων των Ελλήνων έναντι του νόμου, η οποία αφορά όχι μόνον την εφαρμογή αλλά και τη θέσπιση του νόμου, περιορίζει τον νομοθέτη κατά την ρύθμιση των εννόμων σχέσεων των πολιτών και επιβάλλει σε αυτόν την υποχρέωση επί συσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων να μη νομοθετεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εισάγει εξαιρέσεις ή να κάνει εν γένει διακρίσεις. Επιπλέον αποκλείει από τον κοινό νομοθέτη τη δυνατότητα όμοιας ρύθμισης ανόμοιων περιπτώσεων, η οποία οδηγεί σε ανισότητες, όταν η όμοια ρύθμιση ανόμοιων περιπτώσεων δεν επιβάλλεται εκ λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (ΟλΑΠ 690/1983, ΝοΒ 1984. 277). Στην πραγματικότητα η αρχή της ισότητας των ανθρώπων είναι αρχή της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων και ίση μεταχείριση σημαίνει μεταχείριση χωρίς προσωπικές προκαταλήψεις και διακρίσεις, το σημείο αναφοράς δεν είναι πια κατ’ ανάγκη ο άνθρωπος καθ’ εαυτός, αλλά η υπό ρύθμιση ή κρίση περίπτωση. Η αρχή της ισότητας σημαίνει πια (θετικά) την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσης και (αποθετικά) την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διάκρισης, κάθε διάκρισης δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων. Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί και αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια (Π.Δ. Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τομ. Β’ αρ. 1366 και 1367). Η παραβίαση της αρχής της ισότητας ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου. Κατά τον έλεγχο αυτόν, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ` αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό ότι ο κοινός νομοθέτης, ή η κατ` εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση, μπορεί βέβαια να ρυθμίσει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες, συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, και στηριζόμενος πάνω σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως, για την οποία εκάστοτε πρόκειται. Πρέπει, όμως, κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρύθμισης να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής μιας αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προύφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και τηναυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση άλως τυπικά ή συμπωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΣτΕ 14, 578, 674/2009, ΣτΕ 2153/1989, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
II. Επειδή η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) ορίζει τα εξής: «Αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση. 1. Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Η ratio της ρύθμισης αυτής δεν εκφράζεται μεν πανηγυρικά στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 4194/2013, έχει όμως ήδη εντοπισθεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία στη «βούληση του νομοθέτη να λειτουργήσει αυτή η διάταξη ως κίνητρο προς τον οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας και να αποφύγει την καταβολή σημαντικών ποσών ως αμοιβή της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση». Υπό το πρίσμα των ανωτέρω υποστηρίζεται, ότι «η αύξηση της νόμιμης δικηγορικής αμοιβής για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή αποβλέπει στην πάταξη της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, της παρέλκυσης των δικών και της στρεψόδικης μη συμμόρφωσης προς τα επιτασσόμενα από τις δικαστικές αποφάσεις. Εντάσσεται δηλαδή σε μια σειρά από επανειλημμένες νομοθετικές παρεμβάσεις που επιχειρήθηκαν με διάφορους νόμους μετά το 2011 στην Ελλάδα, όπως π.χ η αύξηση των ποινών τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ από 150- 880 € σε 1.000 - 2.500 € με του ν. 4335/2015, η καθιέρωση αυστηρότερων επιταγών προς καλόπιστη διεξαγωγή της δίκης κατ` άρθρο 116 ΚΠολΔ με τον ν. 4335/2015, η αύξηση του ανώτατου ορίου της χρηματικής ποινής των άρθρων 946, 947, 950 ΚΠολΔ από 5.900 € σε 50.000 € με τον ν. 3994/2011, η αύξηση του [ανώτατου] ορίου της χρηματικής ποινής των άρθρων 947 και 950 σε 100.000 € με τον ν. 4335/2015, η καθιέρωση παραβολών προς άσκηση ενδίκου μέσου (495§ 4 ΚΠολΔ) με τον ν. 4055/2012, την καθιέρωση υποχρεωτικής προδικασίας διαμεσαλάβησης με τον ν. 4512/2018 σε ευρύ κύκλο διαφορών, τη θέσπιση του ειδικού επιτοκίου επιδικίας προσαυξημένου κατά 2% και 3% κατά περίπτωση με τον ν. 4055/2012» (Π. Γιαννόπουλος, ΕΠολΔ 2017, σελ. 550, Σ. Σταματόπουλος, ΕλλΔνη 2018. 389 και ιδίως 391 επ.). Ωστόσο η ως άνω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, στο μέτρο που με αυτήν επιδιώκεται η ενθάρρυνση του οφειλέτη να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του δανειστή χωρίς την παρεμβολή της εκτελεστικής διαδικασίας αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο, ως εκτίθεται στην υπ’ αρ. I μείζονα σκέψη της παρούσας, διατρέχει το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιοσδήποτε κανόνα δικαίου. Ειδικότερα, η θέσπιση υψηλής ελάχιστης νόμιμης δικηγορικής αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση δεν είναι πρόσφορη για την επίτευξη του ως άνω επιδιωκόμενου σκοπού, καθ’ όσον η κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ σύνταξη και επίδοση επιταγής προς εκτέλεση δεν προϋποθέτει προηγούμενη όχληση του
οφειλέτη, άρα η κατ’ άρθρο 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 αυξημένη δικηγορική αμοιβή δεν «επιβαρύνει» (κατά την έννοια των άρθρων 932, 975 ΚΠολΔ) εν τέλει μόνον το δύστροπο καθ’ ου η εκτέλεση, όπως έχει καθιερωθεί να αποδίδεται ως η ratio της ως άνω διάταξης, αλλά ακόμη και εκείνον που είτε είχε την πρόθεση να συμμορφωθεί προς την εκτελεστή δικαστική απόφαση, χωρίς την άσκηση ένδικων βοηθημάτων, αλλά δεν πρόλαβε, για οποιοδήποτε λόγο, να ικανοποιήσει το δανειστή πριν την επίδοση της επιταγής, είτε αδυνατεί για αντικειμενικούς λόγους (π.χ. οικονομική αδυναμία) να συμμορφωθεί. Με άλλες λέξεις ο οικονομικά αδύναμος οφειλέτης ή εκείνος που απλά δεν πρόλαβε να ικανοποιήσει το δανειστή πριν την επίδοση της επιταγής ούτε ενθαρρύνεται ούτε αποθαρρύνεται με την ελεγχόμενη διάταξη, διότι πολύ απλά δεν μπορεί να πράξει αλλιώς, δεν έχει δυνατότητα εναλλακτικής συμπεριφοράς. Περαιτέρω το ως άνω μέτρο κρίνεται μη αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, στο βαθμό που το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με ηπιότερα μέσα, με τη θέσπιση π.χ. ενός πλαισίου, εντός του οποίου μπορεί να κυμανθεί η - έχουσα με τον τρόπο αυτό χαρακτήρα ποινής - δικηγορική αμοιβή, όπως αντίθετα συμβαίνει σας περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, ήτοι σας ποινές τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ και στις χρηματικές ποινές των άρθρων 946, 947, 950 ΚΠολΔ (που πάντως προϋποθέτουν προηγούμενη επίδοση επιταγής προς εκτέλεση και δυστροπία). Τέλος η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 κρίνεται μη αναλογική εν στενή έννοια, διότι δεν τελεί σε εσωτερική αλληλουχία και συνάφεια προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, καθώς η «βλάβη» του καθ’ ου η εκτέλεση, δηλαδή η οικονομική του επιβάρυνση, ως μέτρο αποθάρρυνσης της μη άμεσης συμμόρφωσής του προς τη δικαστική απόφαση, συνδέεται και καταλήγει να είναι «ωφέλεια», όχι του Ελληνικού Δημοσίου, για την απασχόληση των δικαστηρίων, ή του ίδιου του επισπεύδοντος, για την καθυστερημένη ικανοποίηση της αξίωσής του (σκοπός που υπηρετείται άλλωστε σε περίπτωση χρηματικής οφειλής με τους τόκους υπερημερίας και επιδικΐας), αλλά του πληρεξουσίου δικηγόρου του επισπεύδοντος, και μάλιστα υπέρμετρη, με τη θέσπιση δικαιώματος λήψης αμοιβής για μια υπηρεσία, που στην ελεγχόμενη περίπτωση της σύνταξης επιταγής είναι (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη διάταξη του άρθρου 58 ν. 4194/2013) εύκολη και σύντομη. Και όλα αυτά βεβαίως έχοντας κατά νου ο νομοθέτης, ότι η δυσανάλογη αυτή αμοιβή προφανώς θα μετακυλισθεί στον καθ’ ου η εκτέλεση και θα εισπραχθεί αναγκαστικός μαζί με τα έξοδα του πλειστηριασμού. Εξ άλλου η ως άνω διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, στο μέτρο που με αυτήν το Κράτος παρεμβαίνει στην ιδιωτική οικονομία για να ορίσει τις ελάχιστες (νόμιμες) δικηγορικές αμοιβές, κρίνεται αντίθετη και στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού με τη ρύθμιση αυτή εξισώνονται και αντιμετωπίζονται με όμοιο τρόπο ουσιωδώς ανόμοιες περιπτώσεις καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων δίκαιης νομοθέτης, με αποτέλεσμα, ιδίως σε περιπτώσεις ολικής νίκης και ήττας, να επιβάλλονται στο διάδικο αδικαιολόγητες επιβαρύνσεις, με τη χρήση μάλιστα άσχετων κριτηρίων (καθορισμός της δικηγορικής αμοιβής όχι βάσει των χαρακτηριστικών της αντίστοιχης υπηρεσίας αλλά βάσει των αποδοτέων στο διάδικο εξόδων της κύριας δίκης), και να προκαλείται ανισότητα και έντονα άδικη μεταχείριση του διαδίκου, ο οποίος θα υποχρεωθεί να δαπανήσει για τη δικηγορική αμοιβή της πρώτης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης το ίδιο ακριβώς ποσό με εκείνο που θα έχει υποχρεωτικά δαπανήσει για τη διεξαγωγή ολόκληρης της δίκης, ανεξάρτητα από το αν εν τέλει θα αποδοθεί από τον αντίδικό του η εν λόγω αμοιβή, κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο. Αλλά και ο ηττηθείς διάδικος αντιμετωπίζεται με άνισο και άδικο τρόπο, αφού θα οφείλει στον αντίδικό του για μία και μόνη εύκολη και σύντομη ενέργεια, ήτοι τη σύνταξη της επιταγής, το ίδιο ακριβώς ποσό με εκείνο που θα οφείλει για τη διεξαγωγή όλης της δίκης. Ειδικότερα, το κράτος, μέσω της διοικητικής θέσπισης ελάχιστων αμοιβών δικηγόρων, δικαστικών επιμελητών, μηχανικών κ.ο.κ. και υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου, υποχρεώνει το διάδικο να καταβάλει, είτε ως νικητής είτε ως ηττηθείς, για τα έξοδα που απαιτούνται για την απόκτηση του εκτελεστού τίτλου, μέσω της διεξαγωγής ολόκληρης της δίκης, τα οποία εκτός από την αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου - για εργασία μάλιστα πολύ ανώτερη από τη σύνταξη μιας επιταγής, τόσο επιστημονικά όσο και εξ απόψεως απαιτούμενου για κάθε είδους δικαστικές ενέργειες χρόνου περιλαμβάνουν και το δικαστικό ένσημο, την αμοιβή του πραγματογνώμονα, την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή κλπ., το ίδιο ακριβώς ποσό με εκείνο που τον υποχρεώνει να καταβάλει για την αμοιβή αποκλειστικά και μόνο του δικηγόρου του επισπεύδοντος για την πρώτη πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης του εκτελεστού τίτλου, που προέκυψε από την κύρια δίκη, ήτοι τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, δηλαδή μια εργασία (κατά κανόνα) εύκολη και σύντομη, επιβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στη δεύτερη περίπτωση μια αδικαιολόγητα υψηλή επιβάρυνση, με τη χρήση μάλιστα ενός άσχετου κριτηρίου (τα έξοδα της κύριας δίκης), χωρίς να λαμβάνονιαι υπ’ όψη οι ιδιαιτερότητες και τα ουσιωδώς και προδήλως ανόμοια χαρακτηριστικά των δύο περιπτώσεων. Τέλος εν όψει του νομοθετικού κενού λόγω της κατά τα ως άνω ανασυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, εφαρμοστέα τυγχάνει αναλογικά η διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 ν. 4194/2013 σε συνδυασμό με το Παράρτημα I (Δ, ΣΤ) τού ν. 4194/2013.
Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα εκθέτει στην υπό κρίση ανακοπή της, ότι με τις από 10-5-2017 τρεις επιταγές προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφων των πρώτων εκτελεστών απογράφων της υπ’ αρ. 323/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, της υπ’ αρ. 153/2014 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου και της υπ’ αρ. 227/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου, επιτάχθηκε να καταβάλει στους καθ’ ων, μεταξύ άλλων, για αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου τους για τη σύνταξη των ως άνω επιταγών τα ποσά των 300 ευρώ, 450 ευρώ και 2.700 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία ισούνταν με το σύνολο των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν εις βάρος της από τα ως άνω δικαστήρια σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Όπ το δικαίωμα των καθ’ ων να αξιώσουν την απόδοση των ως άνω αμοιβών είναι καταχρηστικό, διότι υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό των διατάξεων των άρθρων 924, 932 και 975 ΚΠολΔ, που είναι η απόδοση των δαπανών, σας οποίες έχει υποβληθεί ο επισπεύδων, σας οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται τα ανωτέρω ποσά, τα οποία οι καθ’ ων προφανώς δεν οφείλουν στην πληρεξούσια δικηγόρο που υπέγραψε ας ως άνω επιταγές, καθ’ ότι τυγχάνει συγγενής τους. Εν όψει των ανωτέρω ζητούν να μειωθούν ως άνω αμοιβές στο προσήκον μέτρο, ήτοι σε 50 ευρώ για κάθε επιταγή και συνολικά 150 ευρώ, το οποίο έχει ήδη προσφέρει στους καθ’ ων και έχει μάλιστα καταθέσει στο Τ.Π.Δ., και συνακόλουθα να ακυρωθούν οι ανακοπτόμενες επιταγές κατά το υπερβάλλον συνολικό ποσό των (250 + 400 + 2.650=), 3.300 ευρώ, δεδομένου και ότι η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013, που ορίζει ότι «Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο», αντίκειται στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Με το ως άνω περιεχόμενο η υπό κρίση ανακοπή παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι κάθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (933 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (591, 614 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της τασσόμενης από το άρθρο 934 παρ. 1 α’ ΚΠολΔ προθεσμίας, δεδομένου ότι μετά την επίδοση των ανακοπτόμενων επιταγών και μέχρι την άσκηση της υπό κρίση ανακοπής δεν ακολούθησε άλλη πράξη εκτέλεσης. Είναι νόμιμη ερειδόμενη στα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 281 ΑΚ, 924, 932, 933, 975 ΚΠολΔ, θα πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Επειδή από όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του νόμου, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είχαν μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών, που αφορούσαν στα όρια και στο εμβαδόν των όμορων γεωτεμαχίων τους στο δήμο Ευρώτα Λακωνίας. Σχετικώς εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αρ. 323/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, με τήν οποία απορρίφθηκε η αγωγή της ανακόπτουσας κατά των καθ’ ων και επιβλήθηκαν εις βάρος της τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων, τα οποία προσδιορίστηκαν στο ποσό των 300 ευρώ. Εν συνεχεία εκδόθηκε η υπ’ αρ. 153/2014 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της ανακόπτουσας, επικυρώθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση και επιβλήθηκαν εις βάρος της τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων του β’ βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίστηκαν στο ποσό των 450 ευρώ. Τέλος εκδόθηκε η υπ’ αρ. 227/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης της ανακόπτουσας κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης και επιβλήθηκαν εις βάρος της τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων, τα οποία προσδιορίστηκαν στο ποσό των 2.700 ευρώ. Ακολούθως στις 23-5-2017, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία όχληση της ανακόπτουσας εκ μέρους των καθ’ ων, επιδόθηκαν σε αυτήν σι από 10-5-2017 τρεις επιταγές προς εκτέλεση, κάτωθι αντιγράφων εκ των α’ εκτελεστών απογράφων των ως άνω αποφάσεων, με τις οποίες αυτή επιτάχθηκε να καταβάλει στους καθ’ ων, μεταξύ άλλων, για αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου τους για τη σύνταξη των ως άνω επιταγών τα ποσά των 300 ευρώ, 450 ευρώ και 2.700 ευρώ αντίστοιχα, τα οποία ισούνταν με το σύνολο των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν εις βάρος της από τα ως άνω δικαστήρια σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Ωστόσο σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε και για τους αναφερόμενους εκεί λόγους, η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια εν όψει και του ανακύπτοντος νομοθετικού κενού εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη του άρθρου 59 παρ. 3 σε συνδυασμό με το Παράρτημα I (περ. Δ, ΣΤ) του ν. 4194/2013. Επομένως, η νόμιμη δικηγορική αμοιβή της πληρεξούσιας δικηγόρου των καθ’ ων για τη σύνταξη των ανακοπτόμενων, πανομοιότυπων κατά τα λοιπά, από 10-5-2017 τριών επιταγών προς εκτέλεση, για κάθε μία εκ των οποίων, εν όψει και της έκτασής τους (μία σελίδα εκάστη), η συντάξασα δικηγόρος απασχολήθηκε για μία ώρα, ανέρχεται στο ποσό των (80 X 3=) 240 ευρώ. Η εν λόγω αμοιβή είναι ανάλογη με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, το χρόνο που απαιτήθηκε, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, και τις ειδικότερες περιστάσεις που αφορούν στην υπό κρίση υπόθεση. Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή καί να άκυρωθούν εν μέρει οί ανακοπτόμενες από 10-5-2017 επιταγές: α) κατά το ποσό των (300- 80=) 220 ευρώ η από 10-5-2017 επιταγή προς εκτέλεση, που γράφηκε κάτω από αντίγραφο τόυ υπ’ αρ. 35/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 323/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, β) κατά το ποσό των (450-80=) 370 ευρώ η από 10-5-2017 επιταγή προς εκτέλεση που γράφηκε κάτω: από αντίγραφο τόυ υπ’ αρ. 34/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 153/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Σπάρτης και γ) κατά το ποσό των (2.700-80 =) 2.620 ευρώ η από 10-5-2017 επιταγή προς εκτέλεση που γράφηκε κάτω από αντίγραφο του υπ’ αρ. 102/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 227/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου. Τέλος πρέπει να επιβληθεί εις βάρος των ανακοπτόντων, λόγω της εν μέρει ήττας τους, ανάλογο μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανακοπή.
- ΑΚΥΡΩΝΕΙ εν μέρει α) την από 10-5-2017 επιταγή προς εκτέλεση, που γράφηκε κάτω από αντίγραφο του υπ’ αρ. 35/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 323/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης κατά το ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, β) την από 10-5-2017 επιταγή προς εκτέλεση που γράφηκε κάτω από αντίγραφο του υπ’ αρ. 34/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 153/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Σπάρτης κατά το ποσό των τριακοσίων εβδομήντα (370) ευρώ και γ) την από 10-5-2017 επιταγή προς εκτέλεση που γράφηκε κάτω από αντίγραφο του υπ’ αρ. 102/2017 α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αρ. 227/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου κατά το ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων είκοσι (2.620) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ εις βάρος των καθ’ ων μέρος των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα χωρίς την παρουσία των διαδίκων στις 13-03-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου